- πλημμυρόμετρο
- το, Νφρέαρ που συγκοινωνεί υπογείως με ποταμό και χρησιμεύει για τον έλεγχο τής στάθμης τού νερού του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + μέτρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek